Συχνά όταν κάποιος τρώει ακατάπαυστα συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε εκφράσεις όπως «έφαγε το καταπέτασμα», «έφαγε τον άμπακα», «έφαγε τον περίδρομο» και «έφαγε τον αγλέορα». Η τελευταία φράση χρησιμοποιείται κυρίως για να αποδώσουμε την υπερβολική ποσότητα φαγητού που τρώει κάποιος όταν υπερκαταναλώνει θερμίδες κατά τη διάρκεια ενός γεύματος.
Σωστότερα όμως η μεταφορική έννοια της παροιμιώδους φράσης είναι η δυσφορία που προκύπτει από την υπερκατανάλωση της τροφής. Ο αγλέορας λοιπόν (ακόμα και αγκλέορας ή αγκλέουρας), είναι παραφθορά της επιστημονικής ονομασίας ελλέβορος (ελλέβορος, ελλέβορας, αλλέβουρας, αλλέουρας, αγλέουρας. Το «ευφόρβιον το διτταδενώδες» στην καθομιλουμένη λέγεται γαλατσίδα, σκάρφη, κάρπη, καρπί ή τρελόχορτο. Από τα ένδεκα είδη ελλέβορου που υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη, στην Ελλάδα φυτρώνει κυρίως ο «ελλέβορος ο κυκλόφυλλος» (Helleborus cyclophyllus), που ονομάζεται έτσι γιατί τα φύλλα του είναι κυκλικά διατεταγμένα. Σπανιότερα συναντώνται ο Ελλέβορος ο μέλας (Helleborus niger) και ο Ελλέβορος ο πράσινος (Helleborus viridis). Ανήκουν στα δικοτυλήδονα βατραχοειδή της οικογένειας Ranunculaceae.
Ο ελλέβορος φυτρώνει σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές, είναι φυτό ποώδες και πολυετές έχει ελάχιστα φύλλα και τα άνθη του έχουν ωραίο χρώμα ανοιχτό κιτρινοπράσινο. Ο οπός του είναι γαλακτώδης και δηλητηριώδης. Έχει πικρή και στυφή γεύση, ενώ και μόνο η οσμή του μπορεί να προκαλέσει ναυτία και δυσφορία. Σε μεγάλη δόση προκαλεί εμετό, διάρροια, πόνους στα πεπτικά όργανα, παράλυση και τελικά τον θάνατο. Λόγω λοιπόν της συσχέτισης αυτών των ιδιοτήτων, πρόεκυψε η φράση που προαναφέραμε.
Όπως τα περισσότερα δηλητήρια, χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική για θεραπευτικούς σκοπούς, αν και σήμερα έχει περιορισμένη χρήση. Το έδιναν οι πρακτικοί γιατροί (σε σκόνη ή επίθεμα) για δερματικές παθήσεις, επιληψία, μελαγχολία και για μανιακές καταστάσεις. Για μεγάλο χρονικό διάστημα και μέχρι πριν ένα αιώνα χρησιμοποιούνταν και στα ψυχιατρεία. Επίσης παλαιότερα χρησιμοποιούνταν σε πονόδοντους τοποθετώντας κομμάτι της ρίζας στο χαλασμένο και πονεμένο δόντι, ενώ χρήση του γίνεται και στην Κτηνιατρική.
Τη χρήση του ελλέβορου για τις τελευταίες αυτές περιπτώσεις, την είχαν επινοήσει και οι αρχαίοι Έλληνες οι οποίοι θεωρούσαν τον Ελλέβορο σαν θεραπευτικό βότανο κατά της τρέλας. Σύμφωνα με την μυθολογία ο ποιμένας, ιατρός και μάντης Μελάμπους (Μαυροπόδης) παρατήρησε ότι οι κατσίκες του, που έτρωγαν από αυτό το φυτό, γινόντουσαν πολύ ήσυχες. Το περίεργο σ’ αυτήν την ιστορία είναι, πως ο Μελάμπους τόλμησε να χρησιμοποιήσει το φυτό και στην κόρη του Πρωτέα, που έπασχε από μανία αθεράπευτη και το αποτέλεσμα ήταν να γίνει καλά. Από τότε, μάλιστα, έμεινε στους αρχαίους η φράση: «δείται ελλεβόρoυ», δηλαδή κάτι παρόμοιο με το δικό μας: «είναι για δέσιμο».
Με το φυτό αυτό, σύμφωνα με τον μύθο, ο Μελάμπους θεράπευσε και τις κόρες του βασιλιά του Άργους Προίτου (Προιτίδες), που είχαν πάθει παράκρουση και νόμιζαν πως ήταν αγελάδες (μοσχίδες) και στη συνέχεια πήρε για σύντροφό του μια από αυτές. Oι πηγές μάς πληροφορούν ότι οι αρχαίοι ρήτορες έτρωγαν μικρές ποσότητες του φυτού για την τόνωση της μνήμης τους κατά τη διάρκεια της ομιλίας τους, εξ ου και η έκφραση «ελλεβορίζειν».
Η παροιμιώδης έκφραση λοιπόν «έφαγε τον αγλέορα», πιστεύεται ότι προέκυψε λόγω της σχετικής δυσφορίας που προκαλείται μετά από την υπερβολική κατανάλωση φαγητού, παρόμοιας δηλαδή μ’ αυτής που προκαλείται απ’ την χρήση του αγλέορα. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο συσχετισμός αυτός προέρχεται από την συνήθεια των Βυζαντινών να κάνουν χρήση του αγλέορα για να προκαλέσουν εμετό και να ξαλαφρώσουν το στομάχι από το πολύ φαγητό. Υπάρχει και μια άλλη εξήγηση, ο ελλέβορος δινόταν επίσης και σαν καθαρτικό ή σαν γιατρικό της γαστρορραγίας ύστερα από πολύ πλούσια γεύματα. Οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι για να πουν ότι κάποιος έφαγε πάρα πολύ, έλεγαν ότι έφαγε τα πάντα και στη συνέχεια και τον αγλέορα.
Τέλος υπάρχει και η φράση «βγάλε τον αγλέορα» που σημαίνει περίπου «βγάλε το σκασμό, μη μιλάς».
Περιοδικό "Φαρμακευτικος Κόσμος", τεύχος 53, Ιούλιος-Αύγουστος 2012
Σχολιάστε